οδοντόκρεμα

οδοντόκρεμα
[одондокрэма]

Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "οδοντόκρεμα" в других словарях:

  • οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα …   Dictionary of Greek

  • οδοντόκρεμα — η η οδοντόπαστα, η κρέμα καθαρισμού των δοντιών …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καρική — (Carica). Γένος φυτών των τροπικών χωρών, που φέρει τα χαρακτηριστικά του φοίνικα. Αν και χαρακτηρίζεται ως δέντρο, στην πραγματικότητα πρόκειται για θάμνο, ύψους μέχρι 9 μ., χωρίς κλαδιά, με επτάλοβα παλαμοειδή φύλλα, μεγάλα και μαλακά, τα οποία …   Dictionary of Greek

  • κρέμα — η 1. κιτρινωπό προϊόν που λαμβάνεται κατά την αποκορύφωση τού γάλακτος, η κορυφή 2. γλύκισμα από αβγά, γάλα, άμυλο και ζάχαρη 3. χημικό παρασκεύασμα που χρησιμοποιείται ως καλλυντικό 4. φρ. «κρέμα ξυρίσματος» κρέμα που παρασκευάζεται συνήθως από… …   Dictionary of Greek

  • οδοντοσάπων — ο οδοντόκρεμα που έ χει μορφή σαπουνιού. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., στον λόγιο τύπο οδοντοσάπων, μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • οδούς — ο (ΑΜ ὀδούς, όντος, Α ιων. τ. ὀδών) 1. το δόντι (α. «ο Στάθης κατέβαινεν εις το κενόν, σφίγγων τους οδόντας», Παπαδ. β. «ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων», Ομ. Ιλ.) 2. κυλινδροειδής απόφυση τού δεύτερου αυχενικού σπονδύλου, η οποία ονομάστηκε… …   Dictionary of Greek

  • οδοντόπαστα — η κρέμα, αλοιφή για το καθάρισμα των δοντιών, αλλ. οδοντόκρεμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»